αγριομουγκαλίζω

αγριομουγκαλίζω
και αγριομουγκανίζω
1. (για βόδια) μουγκρίζω, βρυχώμαι άγρια
2. μτφ. (για ανθρώπους) φωνάζω άγρια, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + μουγκαλίζω.
ΠΑΡ. αγριομουγκάλισμα, αγριομουγκαλισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριομουγκάλισμα — και αγριομουγκάνισμα, το [αγριομουγκαλίζω] άγρια, δυνατή κραυγή σαν μυκηθμός βοδιού …   Dictionary of Greek

  • αγριομουγκαλισμός — ο [αγριομουγκαλίζω] το αγριομουγκάλισμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”